- Νερώνεια
- Νερώνεια (sc. ἱερά), τά,A festival of Nero, D.C.61.21, al.:—Adj. [full] Νερωνιανός, ή, όν, Plu.Galb.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νερώνεια — festival of Nero neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νερωνείοις — Νερώνεια festival of Nero neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νερώνειος — α, ο (Α νερώνειος, εία, ον) [Νέρων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Νέρωνα 2. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί κατά τον τρόπο τού Νέρωνος, ο άγριος, ο εγκληματικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νερώνεια (ενν. ιερά) εορτή που… … Dictionary of Greek
Τιριδάτης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Τ. ο A’. Γιος του Βορόνου B’ και αδελφός του Βολόγασου A’ βασιλιά των Πάρθων (58 67 μ.Χ.). Με τη βοήθεια του αδελφού του, ο Τ. έγινε βασιλιάς της Αρμενίας αφού έδιωξε τον Ίβηρα Ραδάμιστο και κυρίευσε τις πόλεις… … Dictionary of Greek